Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ πελταστικόν

См. также в других словарях:

  • πελταστικόν — πελταστικός skilled in the use of the masc acc sg πελταστικός skilled in the use of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελταστικός — ή, όν, Α [πελταστής] 1. έμπειρος, ικανός στον χειρισμό τής πέλτης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πελταστική (ενν. τέχνη) η δεξιότητα τού πελταστού 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πελταστικόν (περιληπτ.) το στρατιωτικό σώμα που το αποτελούσαν πελταστές 4. (ως επίρρ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»